- μουγκρίζω
- beugler
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μουγκρίζω — μουγκρίζω, μούγκρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μουγκρίζω — και μουγγρίζω (ΑΜ μουγκρίζω, Μ και μογκρίζω) 1. (για ταύρους και άγρια θηρία) μυκώμαι, βρυχώμαι, αφήνω παρατεταμένη και υπόκωφη φωνή 2. μτφ. για πρόσ.) φωνάζω δυνατά από τους πόνους, ουρλιάζω ή εκπέμπω βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη… … Dictionary of Greek
μουγκρίζω — μούγκρισα 1. (για τα βόδια και τα άγρια θηρία), φωνάζω δυνατά, βγάζω μουγκρητά, βρυχιέμαι: Τα λιοντάρια μουγκρίζουν όταν πεινάνε. 2. μτφ., φωνάζω δυνατά, βγάζω λαρυγγική φωνή με κλειστό το στόμα, βουίζω: Ο άνεμος μούγκριζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουγκρίζει — μουγκρίζω slobber pres ind mp 2nd sg μουγκρίζω slobber pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουγκρίζοντι — μουγκρίζω slobber pres part act masc/neut dat sg μουγκρίζω slobber pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουκανίζω — μουγκρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκανίζω < μυκῶμαι] … Dictionary of Greek
μούγκομαι — μουγκρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκοῦμαι με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. θρήνομαι: θρηνούμαι)] … Dictionary of Greek
μουγκρίζειν — μουγκρίζω slobber pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek
αναβρομώ — ἀναβρομῶ ( έω) (Α) 1. (για τη σούπα) βράζω, κοχλάζω 2. μουγκρίζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βρομῶ «βράζω, μουγκρίζω»] … Dictionary of Greek
επιβρυχώμαι — ἐπιβρυχῶμαι, άομαι (AM) βρυχώμαι, μουγκρίζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρυχώμαι «μουγκρίζω»] … Dictionary of Greek